- ὕδρωπος
- ὕδρωψdropsymasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθυδρωπικός — ή, ό Ιατρ. αυτός που έχει την ιδιότητα να δρα κατά του ύδρωπος … Dictionary of Greek
ονήιστος — ὀνήϊστος, ίστη ον, θηλ. και ος (Α) 1. πολύ ωφέλιμος 2. φρ. α) «ὀνήϊστον πονοῡμαι» καταβάλλω κάθε προσπάθεια β) «ὕδρωπος ὀνήϊστα» η πιο αποτελεσματική θεραπεία τής υδρωπικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όνειος (ΙΙ)] … Dictionary of Greek